- ὀλοθρεύων
- губящий
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
ὀλοθρεύων — ὀλοθρεύω destroy pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ՍԱՏԱԿԻՉ — (կչի, չաց.) NBH 2 0698 Chronological Sequence: 6c, 10c ա.գ. ὁλοθρευτής, ὁλοθρεύων, διαφθείρων perditor, deperdens, exterminans եւն. Որ սատակէ. եղծիչ. կորուսիչ. մահացուցիչ. *Ոչ տայցէ թոյլ սատակչին մտանել ʼի տունս ձեր, եւ հարկանել: Յայնց խորշեցաւ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)